- ευδίνητος
- εὐδίνητος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ' εὐδίνητα»)2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.)μσν.αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινητός (< δινώ)].
Dictionary of Greek. 2013.